- προστρέχω
- προστρέχωrun topres subj act 1st sgπροστρέχωrun topres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… … Dictionary of Greek
προστρέχω — πρόστρεξα, τρέχω σε βοήθεια κάποιου ή να ζητήσω τη βοήθεια κάποιου: Στις φωνές πρόστρεξαν οι γείτονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστρέχετε — προστρέχω run to pres imperat act 2nd pl προστρέχω run to pres ind act 2nd pl προστρέχω run to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρέχῃ — προστρέχω run to pres subj mp 2nd sg προστρέχω run to pres ind mp 2nd sg προστρέχω run to pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεδραμηκότα — προστρέχω run to perf part act neut nom/voc/acc pl προστρέχω run to perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεδράμηκε — προστρέχω run to perf imperat act 2nd sg προστρέχω run to perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδραμόν — προστρέχω run to aor part act masc voc sg προστρέχω run to aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδραμόντα — προστρέχω run to aor part act neut nom/voc/acc pl προστρέχω run to aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδραμόντων — προστρέχω run to aor part act masc/neut gen pl προστρέχω run to aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδράμετε — προστρέχω run to aor imperat act 2nd pl προστρέχω run to aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)